🇬🇷 el en 🇬🇧

προτροπή noun

  /pɾo.tɾoˈpi/
exhortation
  • (πληροφορική) στην διεπαφή γραμμής εντολής η αναμονή για πληκτρολόγηση εντολής σε λειτουργικό σύστημα ή άλλο πρόγραμμα
prompt
Wiktionary Links