🇬🇷 el en 🇬🇧

προφορικά noun

  • (ουσιαστικοποιημένο) (τα) προφορικά: εξετάσεις στις οποίες οι εξεταζόμενοι δεν εξετάζονται γραπτά, αλλά εκφωνούν με το στόμα τις απαντήσεις
orally, oral exam, verbally
Wiktionary Links