🇬🇷 el en 🇬🇧

πρόβλεψη noun

  /ˈpɾo.vle.psi/
prediction
  • (λογιστική) η δέσμευση κεφαλαίου από τα έσοδα μιας οικονομικής μονάδας για πιθανολογούμενη μελλοντική υποχρέωση
provision
Wiktionary Links