🇬🇷 el en 🇬🇧

πρόθεση noun

  • (εκκλησιαστικός όρος) η παρουσίαση των τίμιων δώρων στο ιερό για τη θεία ευχαριστία
preposition, prosthesis, prothesis
  • η συνειδητή βούληση που κινητοποιεί κάποιον να τείνει προς κάποιον σκοπό
  • (ιατρική) μηχανισμός που χρησιμεύει στην αντικατάσταση ενός μέλους του σώματος ή ενός οργάνου
  • (συνεκδοχικά) η αγία τράπεζα
intention
Wiktionary Links