🇬🇷 el en 🇬🇧

πρόληψη noun

  /ˈpɾo.li.psi/
  • η προσπάθεια που γίνεται για να προλάβουμε εκ των προτέρων και να αποτρέψουμε κάποιες αρνητικές ή ανεπιθυμητες καταστάσεις, ενέργειες ή συνέπειες
prevention, superstition
  • (ρητορική) η εκ των προτέρων ανασκευή επιχειρήματος του αντιπάλου
  • (γραμματική) συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το υποκείμενο μιας δευτερεύουσας πρότασης τίθεται ως αντικείμενο στην κύρια
prolepsis, superstition
  • ανορθολογική αντίληψη που αναζητά την αιτιότητα σε άλογες και υπερφυσικές δυνάμεις
superstition
Wiktionary Links