🇬🇷 el en 🇬🇧

πρόσφυση noun

  • (φυσική) δύναμη που συμβάλλει στο να κρατά ενωμένα δύο σώματα (στερεά ή υγρά), δρώντας στην επιφάνειά τους
adhesion
  • (κατ’ επέκταση) η σχετική δύναμη που συγκρατεί ένα όχημα στο έδαφος
traction
Wiktionary Links