🇬🇷 el en 🇬🇧

πτυχή noun

  /ptiˈçi/
  • (μεταφορικά) πλευρά ή όψη ενός γεγονότος, ιστορίας ή θέματος
facet
  • (ανατομία) αναδίπλωση του δέρματος ή εσωτερικού οργάνου
fold
Wiktionary Links