🇬🇷 el en 🇬🇧

πτώση noun

  /ˈpto.si/
  • (γραμματική) κάθε ένας από τους τύπους που σχηματίζουν τα κλιτά μέρη του λόγου εκτός από το ρήμα
case
  • η μείωση της αριθμητικής τιμής
case, drop
  • η κίνηση προς τα κάτω λόγω βαρύτητας, η ενέργεια του πέφτω
  • (ιατρική) η μετακίνηση οργάνων προς τα κάτω
fall
  • (εκκλησιαστικός όρος, συνήθως με κεφαλαίο) το αμάρτημα και η εκδίωξη του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο
Fall

Πτώση

Fall
Wiktionary Links