🇬🇷 el en 🇬🇧

πυλώνας noun

  /piˈlo.nas/
  • μεταλλική ή τσιμεντένια κατασκευή με μεγάλο ύψος, στην οποία στηρίζονται αγωγοί μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης
electric pole, pillar, pylon, utility pole
  • η κυρίως (επιβλητική) πύλη
gatehouse, portal
Wiktionary Links