🇬🇷 el en 🇬🇧

πυξίδα noun

  /piˈksi.ða./
  • όργανο προσανατολισμού. Αποτελείται από ένα κουτί, κατασκευασμένο από μη μαγνητικό υλικό, που στο κέντρο του είναι στερεωμένη μια μαγνητική βελόνα η οποία δείχνει πάντα το βορρά
  • οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως μέσο προσανατολισμού
compass
Wiktionary Links