🇬🇷 el en 🇬🇧

πυρήνας noun

  /pi.ˈɾi.nas/
nucleus
  • (υλικό υπολογιστή) core: ο επεξεργαστής μιας ΚΜΕ, που μπορεί να αποτελείται από έναν ή περισσότερους επεξεργαστές
core
  • (πληροφορική, νεολογισμός) kernel: λογισμικό που αναλαμβάνει τον έλεγχο όλων των χαμηλού επιπέδου λειτουργιών του υπολογιστή, π.χ τη διαχείριση της μνήμης ή την επικοινωνία με συσκευές
  • (πληροφορική) core: το βασικό τμήμα ενός λογισμικού
core engine, kernel
Wiktionary Links