🇬🇷 el en 🇬🇧

πυροβόλο noun

  /pi.ɾoˈvo.lo/
  • (μη φορητό όπλο) μεγάλο όπλο, που με την εκτόξευση βαρέων βλημάτων βάλλει πυρά σε κοντινή ή μακρινή απόσταση
firearm, cannon, gun
Wiktionary Links