🇬🇷 el en 🇬🇧

πυροδοτώ verb

  /pi.ɾo.ðoˈto/
  • (κυριολεκτικά) μεταδίδω πυρ σε εκρηκτικό γέμισμα
detonate, trigger
  • (μεταφορικά) δημιουργώ την αρχή μελλοντικών αντιδράσεων, εξελίξεων ή ενεργειών
initiate, trigger
Wiktionary Links