🇬🇷 el en 🇬🇧

ρέστα noun

  • τα χρήματα που πρέπει να επιστρέψει ο πωλητής στον αγοραστή, όταν ο τελευταίος του δίνει κέρματα ή χαρτονομίσματα μεγαλύτερης αξίας από αυτήν του προϊόντος που αγοράζει
  • (χαρτοπαίγνιο) όλα τα χρήματα που μου έχουν απομείνει
change
Wiktionary Links