🇬🇷 el en 🇬🇧

ρήγμα noun

  /ˈɾiɣ.ma/
  • το σπάσιμο που εμφανίζει την εικόνα μιας γραμμής που διασπά μια ενιαία επιφάνεια
  • (γεωλογία) η διάρρηξη (σπάσιμο) του στερεού φλοιού της γης
  • (μεταφορικά) το σπάσιμο (η διάσπαση) της εξωτερικής αμυντικής γραμμής
fault, rift
Wiktionary Links