🇬🇷 el en 🇬🇧

ραχοειδής adjective

  • (στατιστική) στον πολυλεκτικό όρο ραχοειδής παλινδρόμηση: τεχνική στατιστικής ανάλυσης που χρησιμοποιείται, για να βελτιώσει την ακρίβεια των εκτιμήσεων σε περιπτώσεις όπου τα δεδομένα έχουν υψηλό επίπεδο πολυγραμμικότητας (multicollinearity)
ridge regression
Wiktionary Links