🇬🇷 el en 🇬🇧

ρευστό noun

  • φυσικό σώμα σε υγρή ή αέρια κατάσταση
cash
  • (μεταφορικά).το διαθέσιμο χρήμα, τα μετρητά, σε αντιπαράθεση με άλλα περιουσιακά στοιχεία, όπως η γη
liquidity
Wiktionary Links