🇬🇷 el en 🇬🇧

ροή noun

  /ɾoˈi/
flux
  • (πληροφορική) flow: η σειρά με την οποία εκτελούνται τα διάφορα τμήματα ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή
flow
  • (πληροφορική) stream: τα δεδομένα που αποστέλλονται ή λαμβάνονται στη σειρά (σειριακά), όπως σε αποθηκευτικό μέσο (πχ. σκληρός δίσκος), σε δικτυακή επικοινωνία, κλπ.
stream
Wiktionary Links