🇬🇷 el en 🇬🇧

ρολό noun

  • μια επίπεδη επιφάνεια (π.χ. ένα κομμάτι χαρτί) τυλιγμένο έτσι ώστε να πάρει κυλινδρικό σχήμα
  • (κομμωτική) το ρόλεϊ
  • (φαγητά) φαγητό από κιμά σε σχήμα κυλίνδρου
  • εργαλείο βαφής
  • προστατευτικό πλέγμα που τυλίγεται σε κύλινδρο για να ανεβοκατεβαίνει και χρησιμοποιείται για την προστασία καταστημάτων (και σπιτιών), μπροστά από τις εισόδους τους ή τα παράθυρα
meatloaf
  • (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος
meatloaf, roll, roller door, roller shutter
Wiktionary Links