🇬🇷 el en 🇬🇧

ρουφηξιά noun

  /ɾu.fiˈksça/
  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρουφώ καθώς και (συνεκδοχικά) η ποσότητα (υγρού, καπνού κ.λπ.) που έχει ρουφήξει κάποιος
gulp, puff, sip, whiff
Wiktionary Links