🇬🇷 el en 🇬🇧

ρυθμός noun

  /ɾiˈθmos/
pace, rate
  • (μουσική) το τέμπο ή το μέτρο· η ταχύτητα ενός κομματιού ή ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο οι νότες τονίζονται και σχηματίζουν μουσικές ενότητες ίσης διάρκειας
rhythm
  • (αρχιτεκτονική) μια τεχνοτροπία χαρακτηριστική μιας εποχής, ενός τόπου ή ενός λαού
style
Wiktionary Links