🇬🇷 el en 🇬🇧

ρύθμιση noun

  /ˈɾiθ.mi.si/
adjustment, control, regulation
  • (πληροφορική) setting: η δυνατότητα προσαρμογής λογισμικού (software) ή υλισμικού (hardware), ώστε να εξυπηρετεί κάποιο σκοπό
setting
Wiktionary Links