🇬🇷 el en 🇬🇧

σάλιο noun

  /ˈsa.ʎo/
saliva
  • σωματικό υγρό που εκκρίνεται στο στόμα από τους σιελογόνους αδένες και βοηθά στην πέψη των τροφών
drool
Wiktionary Links