🇬🇷 el en 🇬🇧

σάλπιγγα noun

  /ˈsal.piŋ.ɡa/
  • (ανατομία) → δείτε τον όρο ευσταχιανή σάλπιγγα
Fallopian tube
  • (μουσικό όργανο) πνευστό όργανο της οικογένειας των χάλκινων που μοιάζει με απλή τρομπέτα χωρίς βαλβίδες ή τρύπες. Παράγει μόνο ήχους μίας αρμονικής σειράς. Χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό για να μεταδώσει παραγγέλματα.
bugle
Wiktionary Links