🇬🇷 el en 🇬🇧

σαπίζω verb

  /saˈpi.zo/
decay, fester, moulder, putrefy
  • γίνομαι σάπιος, αλλοιώνομαι, αποσυντίθεμαι
  • (μεταβατικό) κάνω κάτι σάπιο
  • (μεταφορικά) βρίσκομαι για πολύ καιρό σε περιβάλλον με υγρασία και ως εκ τούτου υποφέρω
  • (μεταφορικά) είμαι (ηθικά) διεφθαρμένος
rot in prison
Wiktionary Links