🇬🇷 el en 🇬🇧

σεβαστός adjective

  • που του αποδίδεται σεβασμός
  • που πρέπει να του αποδίδεται σεβασμός, αξιοσέβαστος
respectable, respected

Σεβαστός

Sebastian
Wiktionary Links