🇬🇷 el en 🇬🇧

σελιδοποίηση noun

layout, page formatting, pagination
  • (πληροφορική) paging: η τεχνική του διαμοιρασμού των δεδομένων όπως αυτά είναι αποθηκευμένα στην δευτερεύουσα μνήμη σε σελίδες (pages) και την μετακίνησή τους μεταξύ κύριας και δευτερεύουσας, επειδή η κύρια μνήμη έχει περιορισμένο χώρο σε σχέση με τον όγκο των δεδομένων στη δευτερεύουσα μνήμη
paging
Wiktionary Links