🇬🇷 el en 🇬🇧

σηκώνομαι verb

  • (για μαθητή του σχολείου) πηγαίνω από το θρανίο μου στην έδρα ή στον πίνακα για να εξεταστώ στο μάθημα
get up, wake up
  • παύω να βρίσκομαι στην οριζόντια ή καθιστή στάση ώστε να σταθώ όρθιος
stand up
Wiktionary Links