🇬🇷 el en 🇬🇧

σκάω verb

  /ˈska/
  • (αμετάβατο) εκρήγνυμαι
burst
  • (αμετάβατο, μεταφορικά) ανακοινώνομαι ξαφνικά και προξενώ αίσθηση
break
  • (αμετάβατο) πέφτω επάνω, πετάγομαι απότομα καταπάνω, ορμάω και χτυπιέμαι πάνω σε κάτι ή
break, swelter
  • (αμετάβατο, μεταφορικά) είμαι πολύ θυμωμένος ή στενοχωρημένος
  • (μεταβατικό) στενοχωρώ ή ενοχλώ πολύ κάποιον
distress
  • (αμετάβατο, μεταφορικά) νιώθω μεγάλη δυσφορία επειδή έφαγα υπερβολικά πολύ
gorge
  • (αγενές) σωπαίνω, το βουλώνω, βγάζω το σκασμό
shut up
Wiktionary Links