🇬🇷 el en 🇬🇧

σκεπτικός adjective

  • (λόγιο) που σκέφτεται, που προβληματίζεται
skeptical, thoughtful, contemplative, musing
  • (φιλοσοφία) που έχει σχέση με τον σκεπτικισμό, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
skeptic
Wiktionary Links