🇬🇷 el en 🇬🇧

σκιά noun

  /sciˈa/
shadow, shade
  • (κοσμετολογία) είδος καλλυντικού για το χρωμάτισμα της περιοχής των ματιών στα βλέφαρα
eyeshadow
Wiktionary Links