🇬🇷 el en 🇬🇧

σκοπεύω verb

  /skoˈpe.vo/
  • κοιτάζω προσεκτικά και σημαδεύω με κάποιο όπλο έναν στόχο μπροστά μου
aim, point
  • έχω ως σκοπό, ως πρόθεση
intend
Wiktionary Links