🇬🇷 el en 🇬🇧

σκοπιά noun

  /skoˈpça/
  • η εποπτική θέση παρατήρησης, φύλαξης και φρούρησης μιας συγκεκριμένης περιοχής ή χώρου
sentry, watch, watchtower
  • (συνεκδοχικά) ο σκοπός, ο φρουρός
watch

Σκοπιά properNoun

  /skoˈpça/
Skopia
Wiktionary Links