🇬🇷 el en 🇬🇧

σκοπός noun

  /skoˈpos/
  • η αναγνωρισμένη επιθυμητή κατάσταση, ο στόχος, ο στόχος επίτευξης
purpose, aim, goal
  • ο φρουρός, ο φύλακας, κάποιος που κάνει σκοπιά στο στρατό ή αλλού
guard, guardsman, guardswoman
  • (μουσική) η μελωδία τραγουδιού (απόδοση στα ελληνικά του motivo και motif, δηλ. των αντίστοιχων μουσικών όρων στα ιταλικά και γαλλικά)
tune
Wiktionary Links