🇬🇷 el en 🇬🇧

σκυρόδεμα noun

concrete
  • οικοδομικό υλικό που προκύπτει από την ανάμιξη χαλικιών διαφόρων μεγεθών, άμμου και τσιμέντου με νερό
reinforced concrete
Wiktionary Links