🇬🇷 el en 🇬🇧
σου
/su/
,
/ˈsu/
|
|
---|---|
|
you |
σου
/su/
,
/ˈsu/
|
|
---|---|
|
your |
σου noun
/su/
,
/ˈsu/
|
|
---|---|
|
puff |
Σου properNoun |
|
---|---|
Sue |
- μία σου και μία μου
- tit for tat, tit-for-tat
- σου σεφ
- sous-chef
- η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδό σου
- the ball is in someone's court
- γεια σου
- hello
- αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει
- if you pay peanuts, you get monkeys
- το κεφάλι σου στη γούρνα!
- duck
- καλή σου μέρα
- have a nice day
- είμαι ερωτευμένος μαζί σου
- I'm in love with you
- είθε η Δύναμη να είναι μαζί σου
- may the Force be with you
Wiktionary Links
- ελληνικά: σου