🇬🇷 el en 🇬🇧

σπίρτο noun

  • μικρό επίμηκες κομμάτι ξύλο ή χαρτόνι που στη μιά του άκρη είναι καλυμμένο με εύφλεκτη ουσία και χρησιμοποιείται για το άναμμα φωτιάς
match, matchstick
Wiktionary Links