🇬🇷 el en 🇬🇧

σπιτονοικοκύρης noun

head of household
  • αυτός που παραχωρεί ένα σπίτι προς ενοικίαση (το νοικιάζει) σε σχέση με τον ενοικιαστή του
landlord
Wiktionary Links