🇬🇷 el en 🇬🇧

σποτ noun

  • τηλεοπτική ή ραδιοφωνική διαφήμιση ή παρουσίαση μικρής διάρκειας
spot
  • μικρό κατευθυντικό φως οροφής
spotlight
Wiktionary Links