🇬🇷 el en 🇬🇧

σπουδή noun

  /spuˈði/
  • λόγιο ή λαϊκότροπο η βιασύνη
haste
  • η ενέργεια του σπουδάζω, η μελέτη, η σοβαρή ενασχόληση με ένα αντικείμενο
study
  • (μουσική) μουσικό έργο, συνήθως για ένα όργανο, που έχει σαν βασικό θέμα του μια τεχνική δυσκολία
étude, study
Wiktionary Links