🇬🇷 el en 🇬🇧

στήνω verb

erect, stand
  • κάνω ενέργειες για τη δημιουργία, οργάνωση κ.λπ. μιας επιχείρησης, ενός σχεδίου κ.τ.ό.
  • (οικείο) προκαλώ εσκεμμένη αθέμιτη αλλοίωση αποτελέσματος αγώνων για στοιχηματικούς ή άλλους οικονομικούς λόγους
set up
  • (οικείο) προκαλώ μεγάλη αναμονή σε προγραμματισμένο ραντεβού ή το ματαιώνω
stand up
Wiktionary Links