🇬🇷 el en 🇬🇧

σταθερά noun

  /sta.θeˈɾa/
  • (πληροφορική) constant: μοιάζει με την μεταβλητή, αλλά η τιμή που λαμβάνει μένει αμετάβλητη κατά την εκτέλεση του προγράμματος. Συνήθως το όνομά της είναι με κεφαλαία γράμματα. Η σταθερά χρησιμεύει στο ευανάγνωστο, στην αποσφαλμάτωση και στη συντήρηση ενός μεγάλου πηγαίου κώδικα.
constant
invariant

σταθερά adverb

  /sta.θeˈɾa/
  • με σταθερό τρόπο ή ρυθμό, με σταθερότητα
steadily
Wiktionary Links