🇬🇷 el en 🇬🇧

σταθεροποιητής noun

  • (χημεία)) ουσία που προστίθεται σε ένα χημικό σύστημα με σκοπό τη μείωση των αλλαγών στις φυσικές ή χημικές ιδιότητές
stabilizer
Wiktionary Links