🇬🇷 el en 🇬🇧
στην |
|
---|---|
to |
- στην παρούσα φάση
- at the moment
- το κερασάκι στην τούρτα
- cherry on the cake, icing on the cake
- αφήνω τα πράγματα στην τύχη τους
- let sleeping dog lie
- προώθηση στην παραγωγή
- release to manufacturing
- στην συνέχεια
- then
- στην υγειά
- cheers
- περιμένω στην σειρά
- queue
- στην πραγματικότητα
- as a matter of fact
- μένω στην Μελβούρνη
- I live in Melbourne
Wiktionary Links
- ελληνικά: στην