🇬🇷 el en 🇬🇧

στιγμή noun

  /stiɣˈmi/
  • μικρό χρονικό διάστημα
moment, instant
  • (τυπογραφία) η μικρότερη μονάδα μέτρησης μεγέθους (1/72ο της ίντσας ή 1στ.=0,3528 χιλ.) των τυπογραφικών στοιχείων· δώδεκα στιγμές κάνουν ένα τετράγωνο
point
Wiktionary Links