🇬🇷 el en 🇬🇧

στολίζω verb

  /stoˈli.zo/
  • κάνω διακόσμηση, προσθέτω στολίδια ή κατάλληλα αντικείμενα ώστε να γίνει πιο όμορφο ένα πράγμα, ένα μέρος
adorn, decorate
  • ντύνω κάποιον στα καλύτερά του ρούχα, του βάζω κοσμήματα κλπ. ώστε να παρουσιάσει την καλύτερη εμφάνιση
dress up
Wiktionary Links