🇬🇷 el en 🇬🇧

στρατιώτης noun

  /stɾa.tiˈo.tis/ , /stɾaˈtço.tis/
  • (στρατιωτικός βαθμός) κάποιος που υπηρετεί στο στρατό (κυρίως στο στρατό ξηράς) και έχει τον κατώτατο βαθμό στη στρατιωτική ιεραρχία
soldier, Private
Wiktionary Links