🇬🇷 el en 🇬🇧

στρώμα noun

  /ˈstɾo.ma/
  • (μετεωρολογία) στον πληθυντικό, τα στρώματα, ειδική κατηγορία νεφών (<απόδοση του όρου stratus clouds) σε αντιδιαστολή προς τους σωρείτες
mattress, layer, stratus cloud
  • ειδική κατασκευή για να κοιμάται άνθρωπος
  • οτιδήποτε απλώνεται (συνήθως οριζόντια) σε διάφορα πάχη, πάνω ή κάτω από μια άλλη (ίσως και παρόμοια, όχι όμως ίδια) μορφή ύλης
  • (μεταφορικά) οτιδήποτε σχηματίζει στρώμα ή κοινωνικό στρώμα
layer
Wiktionary Links