🇬🇷 el en 🇬🇧

στρώνω verb

  • απλώνω κάτι σε μια επιφάνεια καλύπτοντάς την
cover, floor, lay, set
  • έχω καλή εφαρμογή (για ρούχα, υφάσματα)
fit
  • (μεταφορικά) στρώνω κάποιον (στη δουλειά): αναγκάζω κάποιον να γίνει εργατικός και να αφοσιωθεί σ' αυτό που κάνει
get down, put to work
  • (μεταφορικά) γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι
settle, smooth out
  • (μεταφορικά) συμμορφώνω, κάνω κάποιον να φέρεται σωστά
whip into shape
Wiktionary Links