🇬🇷 el en 🇬🇧

στύλος noun

  • το μακρύ και στενό αντικείμενο, κυλινδρικό ή ορθογώνιο, που στην κορυφή του στηρίζει κάτι
  • (μεταφορικά) το στήριγμα
  • (βοτανική) ένα μέρος από τον ύπερο του άνθους
  • (ανατομία) ονομασία ανατομικών σχηματισμών
pole
Wiktionary Links